αήμερος

αήμερος
-η [ημέρα]
ο δίχως ημέρα (λέγεται για τον άγιο που δεν γιορτάζεται, γιατί δεν είναι γνωστή η ημέρα τής γέννησης ή τού θανάτου του).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”